δαν(ε)ιστής

δαν(ε)ιστής
δαν(ε)ιστής, οῦ, ὁ (since Demosth.; Plut., Sol. 85 [13, 5], Mor. 830d; ins, pap; 4 Km 4:1; Ps 108:11; Sir 29:28; Philo; Jos., Ant. 18, 147 al.; loanw. in rabb.) money-lender, creditor Lk 7:41 (opp. χρεοφειλέτης as Pr 29:13).—DELG s.v. δάνος. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μοναδιστής — ο θρησκ. αιρετικός ο οποίος πιστεύει ότι ο θεός έχει μόνο μία υπόσταση και όχι τρεις, αντιτριαδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονάς, άδος + ιστής. Η λ. μοναδισταί μαρτυρείται από το 1801 στον Δαν. Φιλιππίδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”